- ματίη
- ματίη (μάτην): fruitless toil, Od. 10.79†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ματίη — ματία vain attempt fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματίῃ — ματία vain attempt fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματία — ματία, ιων. τ. ματίη, ἡ (Α) 1. μάταιη, ανώφελη, άκαρπη επιχείρηση, απόπειρα ή προσπάθεια 2. απερισκεψία, πλάνη, ανοησία, σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτη + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek